Mε αφορμή τα αποτρόπαια περιστατικά βίας και σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων που αυξάνονται ανησυχητικά στη χώρα μας, ο Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας του Ν. Κορινθίας, κ. Κωνσταντίνος Κόλλιας, σε δηλώσεις του, αναφέθηκε στις θέσεις που είχε διατυπώσει κατά την ομιλία του από το βήμα της Βουλής, στο πλαίσιο της ψήφισης του Ν. 4855/2021 σχετικά με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα.
«Δυστυχώς βρισκόμαστε, ως κοινωνία, αντιμέτωποι με ένα άκρως ανησυχητικό φαινόμενο, το οποίο, σύμφωνα με τις τελευταίες υποθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις. Αναφέρομαι στα τελευταία γεγονότα που έχουν συγκλονίσει το πανελλήνιο και συγκεκριμένα στους κατηγορούμενους που φέρονται ότι εμπλέκονται στην υπόθεση βιασμού και μαστροπείας του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό, καθώς και σε σειρά υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που έχουν αποκαλυφθεί τα τελευταία χρόνια.
Πρόκειται για περιστατικά που αποτελούν γροθιά στο στομάχι και δεν περιορίζονται μόνο στη χώρα μας, αλλά εκτείνονται σε διεθνή κλίμακα. Τα στοιχεία είναι καταιγιστικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χρόνο στη χώρα μας καταγράφονται περίπου 300 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης (ανάμεσα σε αυτές και βιασμοί) ανηλίκων και πορνογραφίας. Τον τελευταίο χρόνο τα ανήλικα θύματα τέτοιου είδους αποτρόπαιων εγκληματικών ενεργειών έφτασαν τα 390.
Πεποίθησή μου είναι ότι μέχρι την τελική διερεύνηση των υποθέσεων και την αμετάκλητη κρίση των δικαστηρίων επί των συγκεκριμένων κατηγοριών, πρέπει να παραμένουμε όλοι μας φειδωλοί σε αυτά που λέμε, παρά την δικαιολογημένη συναισθηματική έκρηξη και οργή που προφανώς αισθανόμαστε. Επομένως, δεν επιθυμώ να εστιάσω σε κάποια συγκεκριμένη υπόθεση, παρά μόνο να εκφράσω γενικώς τον αποτροπιασμό μου για τα αμέτρητα και απανωτά κρούσματα σεξουαλικής βίας που παρατηρούνται όλο και συχνότερα.
Είναι ευνόητο ότι ο καθένας μας, από το δικό του μετερίζι, οφείλει να συμβάλει στον τερματισμό της σεξουαλικής βίας, της ακραίας αυτής μορφής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τον περασμένο Νοέμβριο ψηφίσαμε έναν νόμο (Ν. 4855/2021), που έτυχε διακομματικής συναίνεσης, με την ελπίδα ότι οι νέες μεταρρυθμίσεις στην καρδιά του Ποινικού Κώδικα θα βάλουν φρένο, μεταξύ άλλων, και στα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και δη σε βάρος των ανηλίκων.
Όπως είχα επισημάνει και στην τότε ομιλία μου, προχωρήσαμε σε παρεμβάσεις πολύ προσεκτικές και στοχευμένες.
Επιδιώξαμε τη θωράκιση και προστασία των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, με στόχο την ενίσχυση του αισθήματος ασφαλείας των πολιτών, χωρίς ασφαλώς να παραγνωρίζουμε τα θεσπισμένα δικαιώματα των κατηγορουμένων σε όλο το στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
Πετύχαμε την αυστηροποίηση των ποινών στα πιο ειδεχθή εγκλήματα, κακουργηματικής φύσεως, όπως η ανθρωποκτονία, ο βιασμός, η θανατηφόρα ληστεία, η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας ανηλίκων (και δη ατόμων με νοητική ανικανότητα ή σωματική αναπηρία), η γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής, η κατάχρηση ανηλίκων, δηλαδή η εκμετάλλευση ανηλίκου από δασκάλους, γυμναστές, κληρικούς κοκ., η πορνογραφία αλλά και η μαστροπεία ανηλίκων.
Για πρώτη φορά, εισήχθη ρητά η ισόβια κάθειρξη ως μοναδική ποινή για τον βιασμό ανηλίκου, τον ομαδικό βιασμό καθώς και τον θανατηφόρο βιασμό. Καταστήσαμε, επίσης ως κακούργημα, την αποπλάνηση ανηλίκου. Προσφάτως, μάλιστα, εντάχθηκε στο Ποινικό Κώδικα και το θέμα της εκδικητικής πορνογραφίας.
Πρόκειται για ιδιαίτερα ειδεχθή εγκλήματα, τα οποία η κοινωνία, μουδιασμένη παρακολουθεί, να τελούνται σε ανησυχητική συχνότητα. Με τον πιο εμφατικό τρόπο η βούληση του νομοθέτη κατευθύνεται πλέον στην απόλυτη προστασία των εννόμων αγαθών της ζωής, της γενετήσιας ελευθερίας και της ανηλικότητας.
Επιπλέον, είχα αναφέρει τότε ότι επιμηκύναμε το όριο παραγραφής σε τέτοια αδικήματα, η οποία ξεκινά πλέον από την ενηλικίωση του ανηλίκου με παρέκταση ενός επιπλέον έτους, εφόσον η πράξη είναι πλημμέλημα ή τριών επιπλέον ετών στην περίπτωση κακουργήματος. Τούτο διότι είναι πολύ συχνό τα θύματα εγκλημάτων σεξουαλικής κακοποίησης να χρειάζονται ακόμα και ολόκληρα χρόνια προκειμένου να καταγγείλουν την ειδεχθή αυτή πράξη.
Ομοίως, θεσπίσαμε και την αυστηροποίηση της απόλυσης των καταδίκων υπό όρο.
Ωστόσο, όπως είχα σημειώσει και τότε, η αυστηροποίηση αυτή δεν αρκεί από μόνη της για την αποτροπή τέτοιων εγκλημάτων.
Στόχος μας είναι πάντα να ενισχυθεί αισθητά η δημιουργία ενός κλίματος ασφάλειας για τους πολίτες, αλλά και η αποκατάσταση της πεποίθησης ότι κανένα έγκλημα δεν μένει ατιμώρητο. Η λογική του νόμου είναι οι εγκληματίες αυτοί να παραμένουν όντως ένα επαρκές διάστημα μέσα στις φυλακές – και για τον σωφρονισμό τους, αλλά και για την αποτροπή άλλων, εν δυνάμει εγκληματιών, να τελέσουν ομοειδή ή άλλα ειδεχθή εγκλήματα.
Αυτό που τόνισα και τότε είναι ότι καθίσταται επιτακτικότερη από ποτέ η άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για να ενθαρρύνεται, στις περιπτώσεις αυτές, η αποκάλυψη του συμβάντος από τα ίδια τα παιδιά-θύματα, να εντοπίζονται όσο το δυνατόν πιο πρώιμα τα κρούσματα και να διερευνώνται ενδελεχώς όλες οι καταγγελίες ή οι υπόνοιες ότι ένα παιδί κακοποιείται σεξουαλικά. Οφείλουμε να δείχνουμε μηδενική ανοχή απέναντι στην σεξουαλική βία κατά των παιδιών, κινητοποιώντας όλες τις θεσμικές και κοινωνικές δυνάμεις για την οριστική εξάλειψη του φαινομένου. Επαναλαμβάνω και σήμερα ότι το κακό μπορεί να συμβαίνει στη διπλανή πόρτα και είναι αδιαπραγμάτευτο χρέος όλων μας να είμαστε ανά πάσα ώρα και στιγμή αφυπνισμένοι, πολύ παρατηρητικοί και να μην εφησυχάζουμε ποτέ.».